σκύριος

σκύριος
-ια, -ιο / σκύριος, -ία, -ιον, ΝΜΑ [Σκύρος]
νεοελλ.
σκυριανός
μσν.-αρχ.
φρ. α) «Σκυρία ἀρχή» — ανώφελο, μάταιο απόκτημα
β) «Σκυρία δίκη» — αυστηρή τιμωρία, όπως ήταν η εξορία στη Σκύρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σκύριος — of masc nom sg Σκύριος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυρίων — Σκύριος of fem gen pl Σκύριος of masc/neut gen pl Σκύριος of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύριον — Σκύριος of masc acc sg Σκύριος of neut nom/voc/acc sg Σκύριος of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυρίοις — Σκύριος of masc/neut dat pl Σκύριος of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυρίου — Σκύριος of masc/neut gen sg Σκύριος of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυρίους — Σκύριος of masc acc pl Σκύριος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύριοι — Σκύριος of masc nom/voc pl Σκύριος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάμμων — Σκύριος που κατέστρεψε την κατασκευασμένη από πέτρες στήλη που έστησε ο Ξέρξης ανάμεσα στη Σκιάθο και στη Μαγνησία για να επισημάνει την ύφαλο του Μύρμηκα, που σήμερα λέγεται Λευτέρης. Ογκόλιθους από τη στήλη αυτή βρήκε και ανέλκυσε ο πλοίαρχος Σ …   Dictionary of Greek

  • Σκυρίαις — Σκύριος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύριαι — Σκύριος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”